Συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου στην εφημερίδα «Tα ΝΕΑ» και στον δημοσιογράφο Κ. Μήτσο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής μιλά για τη βάφτιση στη Γλυφάδα τον γάμο των ομοφύλων και τις αμβλώσεις.
1η ερώτηση:
Δεχθήκατε ομοφοβικές επιθέσεις για τη βάφτιση στη Γλυφάδα. Και η Ιερά Σύνοδος όμως έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας σε σας και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Είναι «δύο ταχυτήτων» άραγε τα παιδιά, ενός ανώτερου κι ενός κατώτερου Θεού;
Η Χριστιανική πίστη μας διδάσκει ότι ο Θεός αγαπάει όλα τα παιδιά του και δεν τα διαχωρίζει με κανένα απολύτως κριτήριο.
Πιθανώς να μη είναι γνωστό, αλλά η Εκκλησία δεν αρνείται – και στη περίπτωση ενός βρέφους δε μπορεί να αρνηθεί — το ιερό μυστήριο της βάπτισης σε κανέναν. Θα έλεγα μάλιστα ότι το ιερό μυστήριο της βαπτίσεως είναι το κατεξοχήν μυστήριο της απόλυτης χάριτος του Θεού.
Πως μπορούμε να αποκλείσουμε την πρόσβαση ενός παιδιού στο άπειρο έλεος του Θεού; Αυτό το αναγνώρισε ακόμα και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο γράμμα που αναφέρεται ότι έστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ένταση προκλήθηκε διότι η Εκκλησία εκλήθη και πάλι να επιλέξει μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι».
2η ερώτηση:
Ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει δεσμευθεί ότι θα νομιμοποιήσει τον γάμο των ομοφύλων. Συμφωνείτε μαζί του;
“Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι”, κ. Μητσέ. Ο κ. πρωθυπουργός έχει γνώση και ευθυκρισία για να πάρει τις αποφάσεις με τρόπο που να υπηρετούν την εντολή του Ελληνικού λαού. Η Εκκλησία ασφαλώς θα εκφράσει την πίστη, την πεποίθηση, και την παράδοσή της που για αιώνες εκφράζει και εφαρμόζει.
Το ζήτημα, ξέρετε, δεν είναι εάν η Εκκλησία έχει διαφορετική αντίληψη απ᾽ αυτήν του κράτους ή ενός μέρους του λαού.
Το ζήτημα έγκειται στον τρόπο και στους λόγους με τους οποίους αποφαίνεται και συνδιαλέγεται η Εκκλησία. Δεν μπορούμε σήμερα οι ιεράρχες να επιμένουμε χωρίς επιχειρήματα, να εκφέρουμε γνώμες ή να διακηρύσσουμε αποφάσεις χωρίς εξηγήσεις.
Δεν αρκεί στη σημερινή εποχή να δημοσιεύουμε δημόσια «αφορισμούς» ή «διακηρύξεις» με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου «ρίχοντας στην πυρά» της σκληρής κριτικής μας όσους διαφωνούν μαζί μας ή απλά θέλουν να το συζητήσουν μαζί μας.
Ο διάλογος με τη διαφορετική άποψη πάντα βοηθούσε την εκκλησία να εμβαθύνει η ίδια στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την υποχρέωνε να μιλήσει τη γλώσσα της κάθε εποχής, αποφεύγοντας έτσι την περιθωριοποίηση. Όπως είπε πρόσφατα και ο Πατριάρχης μας: «στον αυθεντικό διάλογο δεν υπάρχουν χαμένοι».
Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν μπορούμε σήμερα οι θεολόγοι να στηρίζουμε τις απόψεις μας μονάχα κοιτάζοντας το παρελθόν, όσο ιερό και πειστικό κι αν είναι αυτό. Θα πρέπει επίσης να σεβόμαστε τη σύγχρονη επιστήμη, την ιατρική και την ψυχιατρική. Και είναι μεγάλη ευλογία και μεγάλο πλεονέκτημα ότι η Εκκλησία σήμερα κατέχει έμπειρους κληρικούς-ιατρούς και θεολόγους-ψυχίατρου