Την εκτίμηση ότι τα έσοδα του ελληνικού τουρισμού το 2023 μπορεί να φτάσουν τα έσοδα του 2019 εξέφρασε ο Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων.
Γράφει ο Γρηγόρης Τάσιος.
Το 2023 είναι μια κανονική χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό, μετά την περιπέτεια της πανδημίας. Έχει ωστόσο όχι μόνο θετικά αλλά και αρνητικά χαρακτηριστικά, κυρίως διότι έχουν επανέλθει στο απόλυτο όλες οι ανταγωνίστριες χώρες στη Μεσόγειο, ενώ βλέπουμε και τα πρώτα σημάδια κόπωσης από τα αποτελέσματα της ενεργειακής κρίσης, του υψηλού πληθωρισμού και της ακρίβειας στην Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, το 2023 ξεκινήσαμε με καλούς ρυθμούς τόσο τον Φεβρουάριο, όσο και τον Μάρτιο, ακολούθησε όμως μια κάμψη τον Μάιο σε ορισμένα νησιά και σε προορισμούς της Βόρειας Ελλάδας και πλέον διανύουμε την πιο δυναμική περίοδο του καλοκαιριού, την υψηλή.
Παρά τα σκαμπανεβάσματα, η εικόνα που έχουμε για τις κρατήσεις Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου μας κάνει αισιόδοξους ότι θα πιάσουμε τα μεγέθη του 2019 και παρά το γεγονός πως είναι μια χρονιά ολικής επαναφοράς της Τουρκίας, της Αιγύπτου και της Ισπανίας. Ειδικά για την Τουρκία, οι τιμές στα πεντάστερα ξενοδοχεία έφτασαν να είναι 30 με 40% χαμηλότερες, κυρίως στις πολυτελείς υπηρεσίες.
Δύο χαρακτηριστικά της φετινής σεζόν είναι ότι α) στο ξεκίνημά της οι Βαλκάνιοι επισκέπτες έφτασαν με καθυστέρηση σε προορισμούς της Βόρειας Ελλάδας και συγκεκριμένα μετά τις 15 Ιουνίου λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών και β) παρατηρήθηκε μικρή υστέρηση της γερμανικής αγοράς στις προγραμματισμένες πτήσεις. Τα σημάδια ύφεσης της γερμανικής οικονομίας διαμόρφωσαν περιβάλλον αβεβαιότητας και ανασφάλειας για τους πολίτες που αποτυπώθηκε στην κάμψη της τουριστικής ζήτησης.
Στον αντίποδα, επανήλθαν οι αγορές της Πολωνίας, της Γαλλίας και αυτές από τις Κάτω Χώρες. Ενθαρρυντικές είναι οι ενδείξεις και από την αγορά του Ισραήλ που κινείται δυναμικά, με απευθείας πτήσεις, στο Ηράκλειο Κρήτης, στη Ρόδο, στη Θεσσαλονίκη και για πρώτη φορά στα Ιωάννινα. Για την Αθήνα προβλέπεται μια καλή χρονιά με τον τόνο να δίνουν οι επισκέψεις από ΗΠΑ, Καναδά και άλλες χώρες, ενώ η Θεσσαλονίκη κινείται σε σταθερούς ρυθμούς και με καλές αφίξεις από τη βαλκανική ενδοχώρα. Ο οδικός τουρισμός δείχνει αξιόλογη κινητικότητα, με πρωταγωνιστές τους Ρουμάνους.
Παρόλα αυτά, η διεθνής πληθωριστική «καταιγίδα» (υπέρογκη αύξηση του ενεργειακού κόστους, συνεχείς ανατιμήσεις προϊόντων, αύξηση επιτοκίων και κόστους χρήματος) αλλά και η αύξηση μισθολογικού κόστους, οδηγούν μοιραία σε αύξηση τιμών. Σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να υπήρξαν και υπερβολές, όμως όπου ακολουθήθηκε η σύσταση της ΠΟΞ για λογικές αυξήσεις της τάξης του 10-12%, οι πληρότητες είναι καλές, ενώ οι tour operators έχουν ζητήσει αυτοσυγκράτηση για τα συμβόλαια του 2024 και επέκταση προσφορών, ώστε τα πακέτα να είναι ανταγωνιστικά λόγω επιβαρύνσεων από το κόστος ενέργειας (αεροπορικά και ακτοπλοϊκά) και έναντι των ανταγωνιστών γειτόνων μας.
Αναφορικά με το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού, εκτιμώ ότι θα χρειαστούμε τουλάχιστον δύο χρόνια μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Θα χρειαστεί μεθοδικά και χωρίς γραφειοκρατία να γίνουν μετακλήσεις εργαζομένων από τρίτες χώρες για το 2024, ώστε να καλυφθούν ανάγκες χαμηλής εξειδίκευσης (λάντζα, καθαριότητα, κήποι κλπ). Επίσης, θα πρέπει να επανέλθουμε στις προ μνημονίων προβλέψεις για πέντε μήνες στο ταμείο ανεργίας εφόσον ο υπάλληλος έχει εργαστεί από 150 μέρες και πάνω, ώστε να παραμείνει στη συγκεκριμένη αγορά και να μην αναζητήσει άλλες διεξόδους λόγω της εποχικότητας του επαγγέλματος.
Ένα τρίτο στοιχείο είναι οι αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδότησης παλαιότερων και έμπειρων στελεχών προσωπικού που δεν αναπληρώνονται. Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία η τουριστική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της, η εξειδίκευση και ένα ελκυστικό πακέτο συνδυαστικών απολαβών, μισθών κι επιδομάτων, ώστε να μην είναι αντικίνητρο η εποχικότητα για τους νέους και τις νέες μας που αναζητούν ένα όσο το δυνατόν πιο σταθερό περιβάλλον σταδιοδρομίας.