Θρίαμβος για τη Sondra Radvanonsky στη σκιά της Κάλλας.
Με την εμβληματική «Μήδεια» του Λουίτζι Κερουμπίνι άνοιξε η σεζόν της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης. Στον εμβληματικό ρόλο έλαμψε η Sondra Radvanonsky, η οποία θα εμφανιστεί την επόμενη Τετάρτη και στο Carnegie Hall. Η εναρκτήρια παραγωγή της ΜΕΤ του Σερ Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ θα ανέβει και στην Εθνική Λυρική Σκηνή το Απρίλιο.
Διττός ο συμβολισμός…
Η αριστουργηματική όπερα του Κερουμπίνι είναι σχετικά γνωστή στην Ελλάδα, όχι μόνο γιατί αναφέρεται σε μια από τις πιο ζοφερές ιστορίες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, αλλά και γιατί ο συγκεκριμένος ρόλος «ανήκε» κατά κάποιο τρόπο στην Μαρία Κάλλας, η οποία είχε πρακτικά επαναφέρει στις σκηνές το έργο, στο οποίο η ερμηνεία της θεωρείται κορυφαία και για κάποιους, αν και αυτό μπορεί να αδικεί τις ερμηνεύτριες που ακολούθησαν, αξεπέραστη. Η Κάλλας είχε τραγουδήσει αυτό το ρόλο σε όλο τον κόσμο, ασφαλώς και στη Νέα Υόρκη, στη Μητροπολιτική Όπερα, η οποία τότε βρισκόταν στους 39 δρόμους.
Η σκυτάλη στην Sondra Radvanonsky
Ίσως αδικούν κάποιοι το έργο του Κερουμπίνι, όταν λένε ότι ο μόνος λόγος για να ανέβει είναι το να έχει κανείς μια κορυφαία φωνή, με την έννοια ότι η όπερα είναι μουσικά και δραματικά αριστουργηματική. Σε κάθε περίπτωση πράγματι χωρίς μια εξαιρετική τραγουδίστρια δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστικού ρόλου. Και η Sondra Radvanonsky είναι σίγουρα μία από αυτές, μιας από τις κορυφαίες δραματικές σοπράνο της γενιάς της.
Ο υπογράφων είχε την τύχη να την ακούσει στις εξαιρετικές της ερμηνείες στους πρωταγωνιστικούς ή (συν)- πρωταγωνιστικούς ρόλους της στις τρεις όπερες του Gaetano Donizetti με επίκεντρο τα πάθη της δυναστείας των Tudors στην Αγγλία, συγκεκριμένα στην Μαρία Στουάρτα, την Άννα Μπολένα και τον Roberto Devereux. Παλιότερα, (ένα από τα πρώτα άρθρα του υπογράφοντος τότε στην Ελευθεροτυπία), η Radvanonsky είχε διακριθεί στη ΜΕΤ σε έναν ακόμα εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο, και αυτός κατά κάποιο τρόπο «ιδιοκτησία» της Κάλλας, την «Νόρμα» του Μπελίνι, αυτή τη φορά με την ιστορία να προέρχεται όχι από την ελληνική, όπως στην περίπτωση της Μήδειας, αλλά από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα.
Μήδεια – Ένα διαχρονικό δράμα
Η όπερα, η πρεμιέρα της οποία έλαβε χώρα στο Θέατρο Feydeau στο Παρίσι το 1797, διαδραματίζεται στην Κόρινθο, όπου μετά την εγκατάλειψη της Μήδειας, ο Ιάσων έχει έρθει για να παντρευτεί τη πριγκίπισσα Γλαύκη. Η Μήδεια φτάνει και αντιμετωπίζεται με απέχθεια και κακία από όλους, σαν απειλή για την ευτυχία του ζεύγους. Εκείνη πιστεύει ότι τα έχει χάσει όλα, ότι τα παιδιά της θα μεγαλώσουν ακούγοντας άσχημα πράγματα για εκείνη από τους άλλους, που δεν θα είναι παρούσα για να αμυνθεί.
Η πορεία των σκέψεων της αλλά και η κακομεταχείρισή της από όλους, η σύγκρουσή της με τον Ιάσωνα, κορυφώνουν την οργή της και αποφασίζει να σκοτώσει την αντίζηλό της αλλά και τα ίδια της τα παιδιά. Χρησιμοποιώντας μια μηχανορραφία καταφέρνει να φέρει σε αυτήν τα δύο αθώα θύματα και να «δωρίσει» στην αντίζηλό της έναν φονικό χιτώνα. Στην κορύφωση του δράματος και του τραγικού πεπρωμένου η Μήδεια ολοκληρώνει το φρικτό έργο της, ο Ιάσων καταρρέει και ο ναός παίρνει φωτιά!
Δυστυχώς πολλές φορές η πραγματικότητα μας υπενθυμίζει με τραγικό και επώδυνο τρόπο ότι τα πάθη και οι ακραίες καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα της θεματικής των αρχαίων τραγωδιών δεν είναι μόνο αποκυήματα φαντασίας, δραματικές υπερβολές ή ξεπερασμένα πάθη άλλων πολιτισμών και εποχών, αλλά πραγματεύονται διαχρονικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνικής παθογένειας, με την τελευταία καμιά φορά να μας εκπλήσσει ξεπερνώντας και τις πιο ζοφερές τραγωδίες.
Δεν είναι τυχαίο το ότι κορυφαίοι ερευνητές, μεταξύ άλλων φιλόσοφοι και ψυχολόγοι, με πιο γνωστό παράδειγμα τον πατέρα της ψυχανάλυσης Ζίγκμουντ Φρόιντ, στράφηκαν σε αυτές, σαν μια πηγή έμπνευσης και πρόσβασης στα άδυτα και κατάβαθα του ανθρώπινου ψυχισμού.
Αν μάλιστα αφαιρέσουμε το ακραίο στοιχείο του αίματος η «χρήση» των παιδιών ως «μέσων» αντεκδίκησης εναντίων πρώην ή νυν συντρόφων αποτελεί κάτι το οποίο δυστυχώς παρατηρείται καθημερινά.
Εξαιρετικό καστ-Κορυφαία η Sondra Radvanonsky
Σε υψηλό επίπεδο οι ερμηνείες των τραγουδιστών. Με κάποια τεχνικά προβλήματα αλλά αρκετά δυναμική η Janai Brugger (Γλαύκη), άρτιος και πειστικός ο Michele Pertusi ως Κρέοντας. Σε πολύ υψηλό επίπεδο, όπως πάντα ο Matthew Polenzani με ευκρίνεια αλλά και πάθος, στο ρόλο του Ιάσωνα, ενώ πραγματικά καθηλωτική ήταν η Ekaterina Gubanova ως Νέρις, στα λίγα λεπτά που κάποιος, μπόρεσε να τραβήξει, με την πολύ έντονη και εκφραστική ερμηνεία της, την προσοχή από τις εξαιρετικές φωνητικές αλλά και δραματικές ικανότητες της πρωταγωνίστριας.
Κατά τη διάρκεια της άριας της Gubanova την συναγωνίζονταν η εκπληκτική ερμηνεία του Evan Epifanio στο σόλο φαγκότο (κοιτούσαμε το χώρο της ορχήστρας να δούμε αν είναι πράγματι μόνο ένα όργανο που έχει όλο αυτό το «γεμάτο» και τόσο εκφραστικό αποτέλεσμα…!).
Σε κάθε περίπτωση η παράσταση «ανήκε» στη Sondra Radvanonsky, η οποία με αυτοπεποίθηση σε όλες τις τονικές περιοχές και σε υψηλές εντάσεις ανταποκρίθηκε άριστα στις τεχνικές αλλά και ερμηνευτικές απατήσεις του ρόλου, τόνισε τις διαφορές-διαφοροποιήσεις των πολλαπλών διαστάσεών του και πραγματικά καθήλωσε στις άριες του φινάλε, με το κοινό να την αποθεώνει.
Ίσως λίγο περισσότερη συνοχή και εποπτεία να ήταν επιθυμητή σε ορισμένα, ιδιαίτερα τα πιο γρήγορα σημεία, από την πλευρά του Carlo Rizzi, του οποίου όμως τα τέμπι ήταν σε αγαστή συνεργασία με τους τραγουδιστές και ιδιαίτερα την πρωταγωνίστρια, ενώ ο αρχιμουσικός και η ορχήστρα είχαν ορισμένες εξαιρετικές σκηνές, ιδιαίτερα στα λιγότερο δραματικά μυστηριακά μέρη και συνόδευσαν υποβλητικά τους τραγουδιστές, με τα ξύλινα πνευστά να διακρίνονται ιδιαίτερα.
Έξοχη όπως πάντα και η χορωδία της ΜΕΤ της οποίας ηγείται ο Donald Palumbo και στην οποία συμμετέχουν ως μόνιμα μέλη και δύο Ελληνίδες τραγουδίστριες, κάτι στο οποίο αξίζει να επανέλθουμε.
Σερ Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ
Η σκηνοθεσία (και τα σκηνικά) του Σερ Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα. Κεντρική θέση σε αυτή είχε ένα τεράστιος καθρέφτης τοποθετημένος στο πίσω μέρος της σκηνής σε γωνία περίπου 75 μοιρών με το έδαφος ο οποίος φαίνεται να είχε πολλαπλές λειτουργίες, ενώ η επίδρασή του στο όλο αποτέλεσμα ήταν και εν μέρει διαφορετικό από την πλατεία ή από τις θέσεις των πιο πάνω επιπέδων.
Σε κάθε περίπτωση έδινε ασυνήθιστα μεγάλο βάθος στη σκηνή, έκανε ορατές λεπτομέρειες που κανονικά δε φαίνονται και προσέθετε διαστάσεις τόσο σκηνή στις ερμηνείες των ηθοποιών όσο και ένα είδος αίσθησης μεταφοράς σε άλλη εποχή εφέ που επέτεινε ο (ύπο-)φωτισμός του Paule Constable, μάλλον επίτηδες σε ψυχρούς τόνους. Κεντρικό στη σκηνή κάποια στιγμή το, με πολλαπλό τρόπο μοιραίο, Χρυσόμαλλο Δέρας.
Η διάδραση μεταξύ των χαρακτήρων και εναλλαγή των συναισθημάτων ήταν κατά την ταπεινή μας γνώμη πολλή επιτυχημένη, ενώ το πιο δυνατό σημείο της σκηνοθεσίας ήταν ο τρόπος που εμφανιζόταν η εξέλιξη και η κλιμάκωση της οργής της Μήδειας, παρουσιάζοντας εύγλωττα εχθρικό το περιβάλλον, σκληρούς τους πάντες απέναντί της και τον κόσμο εχθρικό, ανδρικό, να τη θεωρεί βάρβαρη και αναλώσιμη σε αντίθεση με εκείνη που είναι ενίοτε τρυφερή, να ανησυχεί για τη σχέση της μετά παιδιά αν τα αφήσει στον Ιάσονα, έτοιμη να λυγίσει και πάντα αδύναμη, σε ένα αδιέξοδο, παγιδευμένη και αυτοπαγιδευμένη στο δρόμο προς την ανείπωτη πράξη της.
Στο τέλος η φωτιά του περιβάλει τα πάντα είναι προβαλλόμενη και η επίδρασή της ενισχύεται από το διπλασιασμό της από τον καθρέφτη. Η χρήση φωτός και οπτικών εφέ έχει γίνει πια ο κανόνας στις μοντέρνες σκηνοθεσίες. Καμιά φορά, όταν πολλά πράγματα επαφίονται στην μοντέρνα τεχνική, μας φέρνει στο νου μια φράση από μια πανεπιστημιακή παράδοση στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, του αείμνηστου Σπύρου Ευαγγελάτου, ο οποίος αναφερόμενος σε ένα σκηνοθετικό πρόβλημα είπε ότι «το λέιζερ μάλλον δεν είναι η λύση»! Δύο λεπτομέρειες μόνο μας ξένισαν λίγο ως υπερβολικές ή αχρείαστες.
Η μία όταν οι Αργοναύτες ανέβηκαν πάνω στο εορταστικό τραπέζι, ίσως σε μια προσπάθεια να παρουσιαστούν άξεστοι, έτσι κι αλλιώς λίγο «περίεργοι» στα κοστούμια του Doey Lüthi, για να γίνει ίσως πιο έντονη η αντίθεση με την Μήδεια που αισθάνεται απέναντι σε όλους καθώς και η παρουσίαση του γάμου μεταξύ Ιάσονα και Γλαύκης ως μια μεγαλοπρεπής τελετή από τον 18ο αιώνα, αν δεν κάνουμε λάθος, μάλλον με ειρωνική ή κριτική διάθεση, που μας φάνηκε ότι προέρχεται από άλλο περικείμενο, ότι ασκείται κριτική σε κάτι άσχετο με το έργο.
Στη σκιά της Κάλλας;
Όπως προαναφέραμε και πριν και μετά, ακόμα και κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας, αν θυμηθώ τα σχόλια μιας φίλης τραγουδίστριας, η σύγκριση με την Κάλλας είναι όπως φαίνεται αναπόφευκτη. Σε κάποιες από τις κριτικές μάλιστα γινόταν ευθεία σύγκριση συγκεκριμένων στοιχείων των δύο ερμηνειών, και μάλιστα στη λογική του πού πλησίασε η μια την άλλη. Κατά την ταπεινή μας γνώμη αυτή η σύγκριση και μάλιστα με αυτό τον τρόπο, αν και είναι ευνόητο το γιατί συμβαίνει, είναι μάλλον εκτός από άδικη και άστοχη ενώ στερείται νοήματος.
Η αναμφισβήτητα μοναδική και εμβληματική “Divina” δεν είναι πια μαζί μας εδώ και 45 χρόνια, ενώ κατά δεκαετίες παλαιότερες είναι και οι προαναφερόμενες ερμηνείες της.
Συγκρίνεται άλλωστε μια ζωντανή παράσταση με μία ηχογραφημένη (με τα μέσα μιας άλλης εποχής), η Κάλλας όσον αφορά τη ΜΕΤ τραγουδούσε σε άλλο κτίριο, ενώ είναι σαφές ότι οι δύο ερμηνεύτριες έχουν σίγουρα μετά από τόσα χρόνια διαφορετική παιδεία και ακούσματα, αρκετά διαφορετικές ποιότητες και διαφορετικά χαρακτηριστικά στη φωνή τους, κάποια από τα οποία ανταποκρίνονται καλύτερα σε κάποιες από τις διαστάσεις του πολύ πολύπλοκου και απαιτητικού ρόλου, με τη φωνή της Κάλλας, μόνο ένα παράδειγμα, κατά την ταπεινή και γενική μας, όχι βασισμένη μόνο στη «Μήδεια» εντύπωση, να είναι πιο «αιχμηρή» και πιο λιτή, από την πιο δραματική ή καλύτερα με άλλο τρόπο δραματική και με άλλη χροιά και χαρακτήρα γεμάτη φωνή της Radvanonsky.
Έτσι εμείς τουλάχιστον αποφύγαμε να ακούσουμε πρόσφατα και σε καμιά περίπτωση συγκριτικά, σημείο προς σημείο, την ερμηνεία της Κάλλας για να επικεντρωθούμε στην παράσταση και εκτός από την εναρκτήρια βραδιά της σεζόν, παρακολουθήσαμε και την τελευταία της σειράς.
Η Radvanonsky ήταν κυριαρχική επί σκηνής και εξόχως πειστική σε μία έξοχη ερμηνεία, η οποία καθήλωσε τόσο για τη φωνητική όσο και για την υποκριτική επίδοση, τονίζοντας την εσωτερική διαπάλη των συναισθημάτων και τις πολλαπλές διαστάσεις του ρόλου, και πιστεύουμε ότι αυτό το έντονο βίωμα των στιγμών εκείνων του σήμερα, και όχι οι όποιες συγκρίσεις ή ένας «φαντασιακός διαγωνισμός», είναι αυτά που έχουν σημασία και την αναδεικνύουν ως μια από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες της εποχής μας.
Επίσης και στη Μήδεια και στις προηγούμενες εμφανίσεις της στη ΜΕΤ, ίσως τότε ακόμα περισσότερο, η Radvanonsky ξεχωρίζει από τις συναδέλφους της (με μία ίσως ή δύο εξαιρέσεις στις οποίες θα επανέλθουμε) και για την ένταση και τον όγκο της φωνής της που «γεμίζει» την αχανή αίθουσα!
Και σε υψηλή ευκρίνεια.
Για όσους δεν βρίσκονται στη Νέα Υόρκη, εδώ και αρκετά χρόνια η Μετροπόλιταν έχει ξεκινήσει, το πολύ δημοφιλές, πρόγραμμα ζωντανών μεταδόσεων των κορυφαίων παραστάσεων κάθε σεζόν, σε υψηλή ευκρίνεια σε επιλεγμένους χώρους στις ΗΠΑ (και στη Νέα Υόρκη) και σε όλο τον κόσμο. Μεταδίδεται πάντα ζωντανά η παράσταση στη 1 μετά το μεσημέρι του Σαββάτου (Matinee), η οποία ενδείκνυται λόγω της διαφοράς ώρας, κυρίως με την Ευρώπη (Σαββατόβραδο).
Η φετινή σειρά, όπως και η ίδια η σεζόν της ΜΕΤ, ξεκίνησε και αυτή με τη «Μήδεια» το Σάββατο 22 Οκτωβρίου. Η Ελλάδα ήταν από την αρχή μέρος αυτού του προγράμματος και οι παραστάσεις μεταδίδονταν πριν από την πανδημία κανονικά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και σε άλλους επιλεγμένους χώρους σε όλη την Ελλάδα.
Σύμφωνα με πηγές της Μετροπόλιταν στη Νέα Υόρκη, τις οποίες όμως δεν είχαμε τη δυνατότητα να επιβεβαιώσουμε τουλάχιστον ως τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές γι’ αυτό και θα επανέλθουμε, οι μεταδόσεις θα πραγματοποιούνταν πιθανότατα και φέτος.
Όμως φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει μόνο σε κάποιες επαρχιακές πόλεις και όχι κεντρικά στο Μέγαρο Μουσικής όπως τα προηγούμενα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση η επόμενη ζωντανή μετάδοση είναι προγραμματισμένη για τις 10 Δεκεμβρίου με την σύγχρονη όπερα του Kevin Puts: The Hours.
Μήδεια και στην Αθήνα-Συμπαραγωγός η Εθνική Λυρική Σκηνή
Ειδικά για τη Μήδεια, χωρίς βέβαια τη Sondra Radvanonsky, την οποία σίγουρα θα θέλαμε να ακούσουμε κάποια στιγμή και στη χώρας μας, το κοινό της Ελλάδας θα έχει την ευκαιρία να την παρακολουθήσει, αφού η συγκεκριμένη παράσταση του Σερ Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ, είναι μια συμπαραγωγή της Μετροπόλιταν με την Εθνική Λυρική Σκηνή, την Όπερα του Καναδά και τη Λυρική Όπερα του Σικάγο. Την όπερα θα διευθύνει, η πρεμιέρα της οποίας είναι προγραμματισμένη για τις 25 Απριλίου, θα διευθύνει ο Φιλίπ Ωγκέν με την Άννα Πιρότσι να κάνει το ντεμπούτο της στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Sondra Radvanonsky στο Carnegie Hall
Το νεοϋορκέζικο κοινό θα έχει, μετά τη λήξη της σειράς, άλλη μια ευκαιρία φέτος να απολαύσει την κορυφαία καλλιτέχνη αυτή τη φορά στο προσωπικό ρεσιτάλ τραγουδιού στην ακουστικά υπέροχη και πολύ γενναιόδωρη, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, για φωνές κεντρική αίθουσα του Carnegie Hall.
Η συναυλία στο Stern Auditorium με τον πιανίστα Anthony Manoli είναι προγραμματισμένη για την επόμενη Τετάρτη 16 Νοεμβρίου και θα περιλαμβάνει μια επιλογή έργων από μεγάλο εύρος του ρεπερτορίου από την εποχή του Μπαρόκ μέχρι και τον εικοστό αιώνα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Οι φωτογραφίες του Marty Sohl είναι μια ευγενική προσφορά της Μετροπόλιταν Όπερα.